- -ήσιος
- κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. -ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ' ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ' ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ. ετήσιος, ημερήσιος κ.ά.). Αποτελεί, επίσης, κατάληξη εθνικών ονομάτων (πρβλ. Ιθακήσιος, Μιλήσιος κ.ά.). Η κατάλ. -ήσιος (ορθότερη γραφή αντί τής -ίσιος) τής νέας Ελληνικής, η οποία προήλθε είτε από την αρχαία κατάληξη -ήσιος είτε από λατιν. -ēsis < -ensis (πρβλ. Aventiniensis, Aurēlianensis, Circensis κ.ά.), δηλώνει αυτόν που ανήκει σε κάτι ή προέρχεται από κάτι. Εμφανίζει σημαντική παραγωγικότητα. Έναντι 30 συνθέτων τής Αρχαίας απαντούν 96 σύνθετα σε -ήσιος, από τα οποία 91 είναι νεώτεροι σχηματισμοί και 5 παραδεδομένα σύνθεταπρβλ. γενετήσιος, ετήσιος, ημερήσιος, Ιθακήσιος, Λιμνήσιος, πρυμνήσιοςαρχ.ακακήσιος, ακκιπήσιος, αροτήσιος, ατερήσιος, βιοτήσιος, βροντήσιος, βροτήσιος, γαστρήσιος, γναφήσιος, γυμνήσιος, διετήσιος, επετήσιος, εργατήσιος, θανατήσιος, ικετήσιος, ισομιλήσιος, νεοτήσιος, νυκτερήσιος, υμνήσιος, φιλήσιος, φιλητήσιος, φιλοτήσιος, χαριτήσιοςνεοελλ.αγελαδήσιος, αγριελήσιος, αγριλήσιος, αγριογιδήσιος, αετήσιος, αηδονήσιος, αιγήσιος, αλεπουδήσιος, αλογήσιος, αμπελήσιος, αμυγδαλήσιος, αρκουδήσιος, αρνήσιος, ασκήσιος, αστερήσιος, βαλτήσιος, βαπορήσιος, βαρελήσιος, βοϊδήσιος, βουβαλήσιος, βουνήσιος, βροχήσιος, βρυσήσιος, γαϊδουρήσιος, γατήσιος, γιδήσιος, γουρουνήσιος, γυναικήσιος, δαμαλήσιος, ελατήσιος, ελαφήσιος, ζευγήσιος, θειαφήσιος, θυμαρήσιος, καλαμποκήσιος, καλογερήσιος, καμηλήσιος, καμπήσιος, κανναβήσιος, καρυδήσιος, κατσικήσιος, κεφαλήσιος, κοτήσιος, κουκουλήσιος, κουνελήσιος, κριαρήσιος, κριθαρήσιος, κυδωνήσιος, λεονταρήσιος, λιβαδήσιος, λογγήσιος, λυγήσιος, μαϊμουδήσιος, μοναστηρήσιος, μοσχαρήσιος, μουλαρήσιος, νταμαρήσιος, παγωνήσιος, παζαρήσιος, παιδιακήσιος, πανηγυρήσιος, παπήσιος, παραπανήσιος, περδικήσιος, περιβολήσιος, περιστερήσιος, πηγαδήσιος, ποταμήσιος, πριναρήσιος, προβατήσιος, σακουλήσιος, σιταρήσιος, σκυλήσιος, σπιτήσιος, στερνήσιος, τραγήσιος, τουλουμήσιος, φεγγαρήσιος, φιδήσιος, φλεβαρήσιος, χελωνήσιος, χηνήσιος, χταποδήσιος, χωραφήσιος.
Dictionary of Greek. 2013.